Όλα ξεκίνησαν με ένα απότομο φρενάρισμα. Το τρόλεϊ βρισκόταν κάτω από τη γέφυρα. Ο λόγος: μια τραγιάσκα είχε πέσει στο δρόμο. Βέβαια στην αρχή δεν το κατάλαβα. Τρόμαξα. Ένα φρενάρισμα δεν είναι ποτέ κάτι ωραίο. Τον είδα να έχει παρατήσει το τρίκυκλο στην άκρη του δρόμου και να τρέχει προς το τρόλεϊ. Και πάλι τρόμαξα. Ησύχασα μόλις είδα την τραγιάσκα. Είδα το υπέροχο, γεμάτο χαράδρες πρόσωπο του να λάμπει. Ένας περαστικός είχε σταματήσει στο πεζοδρόμιο. Δε ξέρω γιατί, αλλά ο παππούς έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Παραπάτησε στο κράσπεδο και έπεσε. Δεν τον ένοιαξε. Χαμογελούσα. Έτρεξα να πω την ιστορία στο κορίτσι μου, που πήγαινα να βρω.
Αυτά είναι τα γεγονότα. Θα με ρωτήσετε, για μια ακόμη φορά, γιατί σας τα λέω. Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία: είναι από μόνη της μια πολύ γλυκιά και αισιόδοξη σκηνή για τις ημέρες που ζούμε: ένας οδηγός τρόλεϊ να σταματά για να μην πατήσει μια τραγιάσκα.
Όμως άλλο θέλω να πω. Διαβάζουμε σελίδες επί σελίδων, μερικοί από εμάς γράφουμε ακόμη περισσότερες. Μπορούμε να αραδιάζουμε χιλιάδες παρομοιώσεις για τη ζωή: άλλος τη λέει δρόμο, άλλος δάσος. Λακούβα με λασπόνερα, βαλς, χορό ή αγκαλιά. Ωραία τα λέμε και τα γράφουμε. Αλλά... αλλά δεν περπατάμε το δρόμο, δε χορεύουμε το χορό, ούτε κάνουμε εκδρομή στο δάσος. Κι αν κάνουμε, κοιτάμε το δέντρο. Ή πηδάμε πάνω από τη λακούβα.
Πείτε λοιπόν πως ήθελα να προσπαθήσω να προσθέσω ακόμη μια παρομοίωση στη λίστα: η ζωή είναι μια τραγιάσκα. Τρέξτε να την πιάσετε. Σταματήστε ακόμη και το τρόλεϊ.
[από την πρώτη στιγμή ήθελα να γράψω αυτή την ιστορία. έσκισα πολλές σελίδες. καμία δε με ικανοποίησε. κατέληξα σε αυτό το κείμενο. κλισέ και πάλι ίσως. δε ξέρω. όση ώρα το γράφω, ο Ηρακλής δίπλα μου ακούει Χατζιδάκι. η ημέρα είναι ζεστή, 16 του Ιούνη. και η ζωή χαμογελά σαν τη Τζιοκόντα. χμ, ακόμη μια παρομοίωση. η ζωή είναι το χαμόγελο της Τζιοκόντα. ή -καλύτερα- η τραγιάσκα της.]