Γράφω εκπνέοντας
γιατί είναι ο χείμαρρος σου που με σέρνει
στα χωράφια που ξημερώνει η πεταλούδα.
Και είσαι απ'το στάχυ η κεραία
η πιο ψηλή.
Αυτή που άνεμος κρατά ακίνητη.
Στην ανθολογία των μαλλιών σου
θα ζυγίσω το περσινό κρασί.
Και θα εγείρω πρόποσιν
στην ακμή του σπασμένου γυαλιού.
Εκείνη που σε ματώνει.
Όχι.
Δε θα κοιτάξω βαθιά στο μαύρο,
το βάραθρο που υψώνεις.