Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ρούχο για γυμνό ποίημα

Κάποτε
τα ρούχα που κάλυψαν
τη γύμνια μας

θα ντύσουν τον τοίχο 
της ζωής
που δε διαλέξαμε. 

τη λιθοδομή
του θανάτου 
που δεν καταλάβαμε. 

Γράψαμε 
αυτά 
που φοβηθήκαμε
να πούμε. 

Και πλέξαμε
το ψέμα μας
με κουβάρια 
καπνού. 

Τα τασάκια μας
γεμίζουν. 
Ενώ αδειάζουμε. 

Και είναι 
κι αυτός ο πορνόγερος. 
Ο Κάρολος. 

Μου γελάει με μαύρα μάτια. 
Κρατώντας το ποτήρι του. 

Χλευάζοντας.

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Τύπος των ήλων

Δεν είναι που στεναχωριέμαι. 
Δύσκολο πια. 
Το άφησα πίσω μου αυτό. 

Σε λίθινες ροές 
που κατρακύλησαν από κόγχες
μαρμάρινων ματιών. 

Στο άστυ 
ο Αλκιβιάδης σβήνει τον λύχνο. 
Για να ομοιάσουν τα σώματα.
Με την σάρκα εκείνης. 

Στη Ρώμη
ο Αννίβας βρίσκεται ante portas. 
Και οι πρεσβύτιδες Εστιάδες
ρίχνουν και άλλα ξύλα στο βωμό. 

Ξόδεψα τον έρωτα μου στις πέτρες. 
Και ξέμεινα. 
Για να δώσω στους ανθρώπους. 
Ούτε καν σε εμένα. 

Όταν έφυγες, δε σε κατάλαβα. 
Έκανες θόρυβο όταν μπήκες. 
Φεύγοντας, όμως
λάδωσες την πόρτα
για να μην τρίξει. 

Θα έπρεπε να ξέρεις
Ότι το αντίθετο ενδείκνυνται. 
-Η αγάπη ευδοκιμεί στη σιωπή.
Το φευγιό στο θόρυβο-

Τώρα που έφυγες, λοιπόν
σοβάτισα τον τοίχο. 
Δεν άντεχα να βλέπω
Τον τύπον του ήλου
Εκεί που σε ειχα σταυρώσει
-ναι, για τη φωτογραφία σου λεω-
Αυτη που μου χάρισες. 
Και πήρες μαζί σου. 

Κάθε βράδυ μεγάλωνε. 
Ήμουν σίγουρος
Πως μεταμορφωνόταν σε κλειδαρότρυπα. 
Ήξερα πως με κατασκόπευες. 

Εξωράισα, κι εγώ τον λίθο
Που τόσο
-που μόνο-
αγάπησα. 

Δεν είχα βλέπεις τη δύναμη
να σε καταδικάσω. 
Και πλήρωσε το τίμημα αυτός. 

Μαθαίνω ότι ο Αλκιβιάδης προδώθηκε.   
Τον έθαψαν σε ενα λόφο
στον Κεραμεικό.

Η Ρώμη από την άλλη,
άντεξε. 

Εγώ;
Δε ξέρω.
Ουδέν νεώτερον. 
Απλώς απέκτησα 
ακόμη μια γάτα. 




Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Συρραφή Αστικών Σκηνών

Το παρατημένο καπέλο
στη μέση του πεζοδρομίου
έμοιαζε η κατάλληλη παρέα 
για εκείνη τη νύχτα. 

Απουσίας σημαντικό;
Εικαστικό δρώμενο;
Οι ποιητές πάντα βλέπουν
Τα πάντα στο τιποτα
Και το τιποτα στα πάντα•
Μπορεί
Να ήταν απλώς
ένα ξεχασμένο καπέλο. 

Μου κράτησε συντροφιά
Πάντως
εκείνο το βράδυ. 

Κάποτε
ήμουν από αυτούς
που ζούσαν 
μετά τα μεσάνυχτα. 

Στο σκοτάδι της πόλης, 
το εσώτερο σκοτάδι σου
κρύβεται πιο εύκολα. 

Λίγο πιο κάτω,
ένα ζευγάρι χόρευε 
στον άχρονο σκοπό
ενός πλανόδιου ακκορντεόν. 

Σα να μην υπήρχε
χθες
αύριο
τώρα. 
Μόνο τα στόματα τους. 
Μόνο τα σώματα τους. 

Γράφω για να ζήσω. 
Και πριν τα μεσάνυχτα. 
Για να σου μιλώ
χωρίς να ακούς•

Γράφω. 
Για να μη με σφάξουν
στον ύπνο μου
όλα όσα ένοιωσα
και τα ξεφτίλισα μετά. 

Γράφω. 
Γιατί πρέπει να υποστώ
τη νέμεσιν. 

Που τελικά ήταν
ένα καπέλο
ξεχασμένο
στη μέση του δρόμου. 












Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Πλατειάζοντας.

Όχι. 
Δεν ήταν η πλατεία άδεια. 
Ειχε όλα όσα θα είχε μια πλατεία
Που σέβεται τον εαυτό της:

Περιστέρια, φωνές παιδικές
Κάδους σκουπιδιών 
με περιεχόμενα
μπερδεμένα από χέρια ακλήρων. 

Τρελούς 
που τσακώνονταν για το θεό
Ή τραγουδούσαν
ύμνους για δικτάτορες. 

Όχι. Είχε ζωή. Ήλιο. 
Και βρώμικες πλάκες. 

Άδειος ήμουν εγώ. 
Κοιτούσα την τρύπα του χρόνου
Εκεί στην άκρη. 

Ή το είδωλο μου στα θολά νερά
Του ήσυχου συντριβανιού. 
Ζαρωμένο από τις ριπές του ανέμου. 

Νάρκισσος; Δε θα το έλεγα. 
Περισσότερο Ντόριαν Γκρέυ. 

Μπορεί να έκαψα το προσωπείο
Στη θυμέλη
Καθώς σκάλιζα 
τους πρωτόλειους στίχους μου. 

Αλλά ακόμη δεν τολμώ να με δω
Στον καθρέπτη. 
Φοβάμαι ότι θα ραγίσει. 
Επτά χρόνια γρουσουζιά.