Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Κιγκλίδωμα

Στέκομαι γερμένη σε μια γωνία.
Προσπαθώ να ξεκουράσω τα τσακισμένα μου σίδερα. 

Σαν απόκληρος σακάτης
Ζητιανεύω λίγα ψίχουλα.
Μνήμης.
Ουσιαστικής μνήμης.

Τους βλέπω κάθε χρόνο τέτοια ημέρα.
Μαζεύονται το χάραμα.
Στήνουν τα τραπεζάκια τους
Τα πανό. 
Γράφουν τα συνθήματα τους. 

Προσπαθούν να κλέψουν λίγο από το πάθος εκείνων των παιδιών. 
Που χθες για μένα, μερικές δεκαετίες πριν για αυτούς 
Γατζώθηκαν γερά στον σιδερένιο σκελετό μου.
Άνοιξαν την ψυχή τους και φώναξαν.
Τρεις μόνο λέξεις.

Τα παιδιά του σήμερα
Τις κλέβουν.
Τις αναλύουν. 
Ποιος έφταιξε.
Ποιος δεν έφταιξε.
Τι ήταν όλο αυτό.

Ύστερα έρχεται ο κόσμος.
Με πνίγει στα γαρύφαλλα. 
Άλλος για να ξεχάσει. 
Άλλος για να θυμηθεί.
Και άλλος για να εξιλεώσει τις τύψεις του
Που τότε δεν ήταν εκεί.

Μην ψάχνετε άλλου για να μάθετε. 
Εγώ θα σας πω.
Εγώ που τα μεταλλικά μου κόκκαλα
Πονάνε κάθε Νοέμβρη.
Γιατί νιώθω να τα σφίγγουν πάλι εκείνα τα χέρια.

Κι όταν η γιορτή τελειώσει
Επιστρέφω στην ανωνυμία μου. 
Τα λουλούδια ξεψυχούν πάνω μου
Μέχρι να έρθει ο καθαριστής να μαζέψει τα κουφάρια μου.

Και γυρνώ στη μόνη μου συντροφιά.
Ένα κεφάλι. 
Γερμένο στο πλάι και αυτό.
Φτιαγμένο από το υλικό μου. 

Κάνουμε τον απολογισμό μας:
"Ευτυχώς, ηττηθήκαμε και αυτόν τον Νοέμβρη, σύντροφε".

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Κεραμέων τόπος.

Τα ακρωτήρια των δαχτύλων σου
Ψηλάφιζαν τους λίθους. 
Περιέτρεχαν κάθε γράμμα 
Των αρχαίων λέξεων. 
Και ήταν σα να τα χάραζαν
Εκείνη τη στιγμή. 

Τότε σε πρωτοείδα. 
Αλλά ήξερα πως σε έλεγαν. 
Ευρυδίκη. 

Είχες ανεβεί από τα βάθη του σκοταδιού. 
Γιατί εσύ
Δεν κοίταξες πίσω σου. 

Κι η ειρωνεία:
Ήμασταν στη χώρα των νεκρών. 
Μας κοιτούσαν πετρωμένοι. 
Μας μιλούσαν με τα ονόματα 
Που χάραζες. 

Κράτησες το μαύρο όστρακο. 
Το έσφιξες για να θυμηθείς
Από που ξεκίνησες. 
Και το άφησες ευλαβικά στη σχισμή. 
Σα να του ψιθύρισες:
"Δε σε ξεχνώ. 
Αλλά δεν έχεις χώρο πια". 

Φεύγοντας
Έντυσες ό,τι άγγιξες
Με ένα επίχρισμα θεότητας.