Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Τύπος των ήλων

Δεν είναι που στεναχωριέμαι. 
Δύσκολο πια. 
Το άφησα πίσω μου αυτό. 

Σε λίθινες ροές 
που κατρακύλησαν από κόγχες
μαρμάρινων ματιών. 

Στο άστυ 
ο Αλκιβιάδης σβήνει τον λύχνο. 
Για να ομοιάσουν τα σώματα.
Με την σάρκα εκείνης. 

Στη Ρώμη
ο Αννίβας βρίσκεται ante portas. 
Και οι πρεσβύτιδες Εστιάδες
ρίχνουν και άλλα ξύλα στο βωμό. 

Ξόδεψα τον έρωτα μου στις πέτρες. 
Και ξέμεινα. 
Για να δώσω στους ανθρώπους. 
Ούτε καν σε εμένα. 

Όταν έφυγες, δε σε κατάλαβα. 
Έκανες θόρυβο όταν μπήκες. 
Φεύγοντας, όμως
λάδωσες την πόρτα
για να μην τρίξει. 

Θα έπρεπε να ξέρεις
Ότι το αντίθετο ενδείκνυνται. 
-Η αγάπη ευδοκιμεί στη σιωπή.
Το φευγιό στο θόρυβο-

Τώρα που έφυγες, λοιπόν
σοβάτισα τον τοίχο. 
Δεν άντεχα να βλέπω
Τον τύπον του ήλου
Εκεί που σε ειχα σταυρώσει
-ναι, για τη φωτογραφία σου λεω-
Αυτη που μου χάρισες. 
Και πήρες μαζί σου. 

Κάθε βράδυ μεγάλωνε. 
Ήμουν σίγουρος
Πως μεταμορφωνόταν σε κλειδαρότρυπα. 
Ήξερα πως με κατασκόπευες. 

Εξωράισα, κι εγώ τον λίθο
Που τόσο
-που μόνο-
αγάπησα. 

Δεν είχα βλέπεις τη δύναμη
να σε καταδικάσω. 
Και πλήρωσε το τίμημα αυτός. 

Μαθαίνω ότι ο Αλκιβιάδης προδώθηκε.   
Τον έθαψαν σε ενα λόφο
στον Κεραμεικό.

Η Ρώμη από την άλλη,
άντεξε. 

Εγώ;
Δε ξέρω.
Ουδέν νεώτερον. 
Απλώς απέκτησα 
ακόμη μια γάτα.