Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Ένας Νικόλας, άσιμος κατ'όνομα.



Τώρα ξέρω ότι ξέρεις. Κι, ότι ξέρεις είναι ιδιαίτερο. Είναι δικό σου. Δεν σε φοβάμαι πια. Αυτή τη νύχτα μ’ έχεις ξεπεράσει. Δεν έχει σημασία που σ’ αγαπάω. Δεν έχει σημασία που σου δόθηκα πρώτος εγώ. Δεν έχει σημασία που δεν μπορώ να πάω μ’ άλλη γυναίκα πια. Δεν έχει σημασία τίποτα.
Με βοήθησες πολύ χωρίς να το ξέρεις. Και δεν το’ ξέρα κι εγώ.
Αυτό σίγουρα δεν το’ χω ξαναζήσει. Ή, αν το έζησα, δεν το θυμάμαι.
Κι ήσουνα δίπλα. 
Χαίρομαι που είσαι έτσι. Χαίρομαι που δεν έπεσα έξω. Ξαναβρίσκω τις δυνάμεις μου.
Σ’ ευχαριστώ. Νιώθω σαν να έχω συνδέσει τη μοίρα μου μαζί σου.
Γράφω αργά, σταθερά, απλοϊκά. Δε γράφω σαν κι εσένα με κομμένη την ανάσα. Τα γραφτά σου είναι στρόβιλος. Όπως στρόβιλος κι εσύ στο στρόβιλο.
Ίσως να’ χεις μεγαλύτερη δύναμη. Ίσως να σ’ έχω αδικήσει, όπως είχες πει.
Εγώ έχω κόψει τους δεσμούς μου με τα πράγματα. Με τους ανθρώπους πράγματα. Με τα γύρω που με κόβουν. Χρειάστηκα δύναμη πολλή γι’ αυτό. Γράφω αργά, σταθερά, απλοϊκά. Μπορώ και αντέχω. Αλλά εγώ σαν κινηθώ πραγματικά, εγώ γκρεμίζω. Γίνομαι στρόβιλος και εγώ. Με κομμένη την ανάσα εγώ δρω. Εγώ τα αλλάζω τα πράγματα.
Εσύ δεν έχεις κόψει. Δεν τα αλλάζεις τα πράγματα, είσαι μέσα σ’ αυτά. Αλλά σε ξέρω καλά. Είσαι πολύ μακριά από όλα τούτα. Πρέπει να χρειάστηκες πολλή δύναμη για να το κάνεις ίσως περισσότερη από μένα. Μπορείς και αντέχεις. Εσύ διάλεξες ετσί. Διάλεξες να σκίζεσαι. Σπας τον εαυτό σου χίλια κομμάτια. Δεν τα αλλάζεις τα πράγματα, αφήνεις να σε αλλάζουν. Εσύ είσαι άλλο πράγμα, διαφορετικό. Και δεν σε καταπίνουν. Γιατί περπάτησες κι εσύ στο τεντωμένο το σκοινί επάνω. Παίζεις την ψυχή σου στο δικό σου τριπ. Ίσως να την παίζεις από μένανε διαφορετικά. Αλλά πάντως την παίζεις. Όμως για να το καταλάβω χρειάστηκε να ξαναρχίσω να γράφω και εγώ. Και να διαβάσω μερικά απ’ τα γραπτά σου. Με κομμένη την ανάσα…
Γι’ αυτό και τα γραφτά χρειάζονται κι αυτά καμιά φορά. Για να καταλαβαινόμαστε αναμετάξυ μας. Γιατί τύπωνες την ανάσα στο χαρτί καμιά φορά κι όχι στην ομιλία.
Και φεύγει και το προσωπείο της λεκτικής μας επαφής.
Γι’ αυτό μη σκίζεις πάντα τα χαρτιά σου αν και θέλει δύναμη γι’ αυτό.
Γιατί για κάποιον που σε ξέρει και χωρίς αυτά, όχι για κάποιον τρίτο, είσαι η ίδια συ μες στο χαρτί. Για κάποιον που σε ξέρει και μπορεί να δει, κι έχει τη δύναμη να το παραδεχτεί. Γιατί συχνά με πιάνεις και πιανόμαστε^ σε πιάνω και πιανόμαστε. Μονάχα σαν σωπαίνουμε και όχι σαν μιλάμε. Σαν είναι άδειο το μυαλό μας και σου ξεβιδωθούν τα μάτια. Αλλά Δε συμβαίνει κάθε μέρα τούτο. Ίσως κάποτε συμβεί. Αλλά ακόμα είμαστε εκεί και τα γραφτά χρειάζονται και αυτά.
Και ας τα γραφτά μας είναι διαφορετικά. Αλλά χρειάζονται διά το μεταξύ μας.
Για μένα που με ξέρεις. Για σένα που σε ξέρω.
Ανάποδα το γράφω απ’ ό, τι το είπα πριν. Για κάποιον τρίτο τα χαρτιά δεν χρειάζονται καθόλου.
Πάντως παρατήρησα κι αυτό. Στα γραφτά σου το τολμάς και ακουμπάς τα πάντα.
Μα εμένα δεν τολμάς να μ’ ακουμπήσεις.
Πάντως εγώ το τολμώ και σ’ ακουμπώ. Δεν ξέρω πιο είναι το καλύτερο ή αν είναι το ίδιο ακριβώς. Ή αν υπάρχει το καλύτερο.
Τώρα είναι έτσι.
Αρκούμαι σ’ αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου